- σκολοφόρος
- ο, Νβιολ. καθεμία από τις πολύ εξειδικευμένες δομές οι οποίες καταγράφουν τις αλλαγές τής πίεσης στο σώμα τών εντόμων, αλλ. χορδοτονικό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scolophore < scolopo-phore (με απλολογία) < σκόλοψ, -οπος + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.